πατίνα, η, ουσ. [<βενετ. patina], η πατίνα·
- η πατίνα του χρόνου, τα ανεξίτηλα σημάδια που αφήνει σε πρόσωπα και πράγματα η πάροδος του χρόνου: «όσο κι αν προσπαθούσε να κρύψει την ηλικία της, η πατίνα του χρόνου μαρτυρούσε άλλα πράγματα».